- κάκτος
- ο кактус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάκτος — cardoon fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκτος — ο και η (Α κάκτος) νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών τής οικογένειας κακτίδες | αρχ. 1. είδος τού φυτού κυνάρα, κν. αγριαγκινάρα 2. ο καρπός τής κυνάρας 3. το φύλλο τού καρπού τής κυνάρας, το οποίο τρώγεται, εκτός από το αγκάθι που έχει στην… … Dictionary of Greek
κάκτος — ο φυτό της οικογένειας των κακτοειδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀκτός — ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκτοι — κάκτος cardoon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκτον — κάκτος cardoon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκτου — κάκτος cardoon fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκτους — κάκτος cardoon fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
щетина — I щетина I, щетиниться, щётка, щеть ж. ограда из колышков , арханг., укр. щеть, род. п. и чесалка для льна , щетина щетина , болг. четина щетина, можжевельник , четка щетка, кисть, гребень , сербохорв. чѐтина еловая, сосновая хвоя , че̏тка… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Cactus — This article is about the plant family. For the former genus Cactus, see Mammillaria, Melocactus, and Opuntia. For other meanings, see Cactus (disambiguation) Cacti redirects here. For the software, see Cacti (software). Cacti Temporal range: 35… … Wikipedia
Theophilos Hatzimihail — (born ca. 1870, Vareia, near Mytilene, island of Lesbos, Greece; ndash; died, Vareia, 22 March; 1934), known simply as Theophilos, was a major folk painter of Neo Hellenic art. The main subject of his works are Greek characters and the… … Wikipedia